1. Λέξη
    λύσω (ρήμα) - (παρόμοια: λύση - λύσσα)
  2. Συνώνυμα
    • απολύω
    • ελευθερώνω
    • ξεμπερδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • δεσμεύω
    • περιορίζω
    • κρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφήσω κάτι ελεύθερο ή να το απαλλάξω από έναν δεσμό ή περιορισμό.
    • Να λύσω ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος πρόκειται να λύσει την άσκηση στον πίνακα.
    • Η κυβέρνηση προσπαθεί να λύσει το ζήτημα της ανεργίας.
    2