-
-
Συνώνυμα
- απολύω
- ελευθερώνω
- ξεμπερδεύω
3
-
3
-
Ορισμός
- Να αφήσω κάτι ελεύθερο ή να το απαλλάξω από έναν δεσμό ή περιορισμό.
- Να λύσω ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία.
2
-
Παραδείγματα
- Ο δάσκαλος πρόκειται να λύσει την άσκηση στον πίνακα.
- Η κυβέρνηση προσπαθεί να λύσει το ζήτημα της ανεργίας.
2