1. Λέξη
    μάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μάρω - μάρκι - μάρτα - μάρεϊ - μάρκα - μάρσα - μάρτζ - μάρλι - μπάρα - μάιρα - μακναμάρα)
  2. Συνώνυμα
    • φθορά
    • αφάνεια
    • κατάπτωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανάπτυξη
    • ευημερία
    • ευδαιμονία
    3
  4. Ορισμός
    • Η σταδιακή φθορά ή εξασθένιση κάποιου πράγματος ή κατάστασης.
    • Η κατάσταση της πλήρους αφάνειας ή καταστροφής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μάρα της αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη μετά από τόσα χρόνια πολέμων.
    • Το πάρκο είχε φθάσει σε σημείο μάρας λόγω της παραμέλησης.
    2