Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μάρω
-
μάρκι
-
μάρτα
-
μάρεϊ
-
μάρκα
-
μάρσα
-
μάρτζ
-
μάρλι
-
μπάρα
-
μάιρα
-
μακναμάρα
)
Συνώνυμα
φθορά
αφάνεια
κατάπτωση
3
Αντώνυμα
ανάπτυξη
ευημερία
ευδαιμονία
3
Ορισμός
Η σταδιακή φθορά ή εξασθένιση κάποιου πράγματος ή κατάστασης.
Η κατάσταση της πλήρους αφάνειας ή καταστροφής.
2
Παραδείγματα
Η μάρα της αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη μετά από τόσα χρόνια πολέμων.
Το πάρκο είχε φθάσει σε σημείο μάρας λόγω της παραμέλησης.
2