1. Λέξη
    μπάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπάρετ - μπάρνι - μπάρμπι - μπάρμαν - μάρα - κουμπάρα - μπάρτλετ - μπάρλοου - μπάροους - μπάρμπερ)
  2. Συνώνυμα
    • παρέα
    • κυλικείο
    • χώρος αναψυχής
    3
  3. Αντώνυμα
    • σπίτι
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Ένας χώρος όπου σερβίρονται ποτά και ελαφριά σνακ.
    • Μια μακριά και στενή επιφάνεια σε ένα δημόσιο χώρο, όπως σε ένα μπαρ ή σε ένα γραφείο, όπου οι άνθρωποι μπορούν να καθίσουν ή να στεκονται μπροστά της.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγαμε στην μπάρα για να πιούμε ένα ποτό μετά τη δουλειά.
    • Η μπάρα του ξενοδοχείου είχε πολύ καλή ατμόσφαιρα.
    2