1. Λέξη
    μέτριος (επίθετο) - (παρόμοια: μέτρο - μάριος)
  2. Συνώνυμα
    • κατάλληλος
    • μέσος
    • φυσιολογικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξαιρετικός
    • ανώτερος
    • κατώτερος
    3
  4. Ορισμός
    • που βρίσκεται σε μέσο επίπεδο, χωρίς να ξεχωρίζει ούτε θετικά ούτε αρνητικά
    • που αντιστοιχεί σε ένα μέσο όρο ή σε ένα συνηθισμένο πρότυπο
    • που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διακυμάνσεις ή ακραίες καταστάσεις
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι επιδόσεις του ήταν μέτριες, ούτε καλές ούτε κακές.
    • Έχει μέτριες γνώσεις στα μαθηματικά.
    • Το εστιατόριο προσφέρει μέτριες υπηρεσίες.
    3