Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μέτριος (επίθετο) - (παρόμοια:
μέτρο
-
μάριος
)
Συνώνυμα
κατάλληλος
μέσος
φυσιολογικός
3
Αντώνυμα
εξαιρετικός
ανώτερος
κατώτερος
3
Ορισμός
που βρίσκεται σε μέσο επίπεδο, χωρίς να ξεχωρίζει ούτε θετικά ούτε αρνητικά
που αντιστοιχεί σε ένα μέσο όρο ή σε ένα συνηθισμένο πρότυπο
που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διακυμάνσεις ή ακραίες καταστάσεις
3
Παραδείγματα
Οι επιδόσεις του ήταν μέτριες, ούτε καλές ούτε κακές.
Έχει μέτριες γνώσεις στα μαθηματικά.
Το εστιατόριο προσφέρει μέτριες υπηρεσίες.
3