Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μέτρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μέτρηση
-
μέτριος
-
μέτρημα
-
μέτατρον
)
Συνώνυμα
κριτήριο
κανόνας
πρότυπο
3
Αντώνυμα
αταξία
ανομία
ακαταστασία
3
Ορισμός
Μονάδα μέτρησης.
Κανόνας ή πρότυπο που καθορίζει τη συμπεριφορά ή τη λειτουργία.
Συστατικό ή στοιχείο που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση ή τη σύγκριση.
3
Παραδείγματα
Το μέτρο του μήκους είναι το μέτρο.
Η ευθύνη είναι ένα σημαντικό μέτρο της ηθικής συμπεριφοράς.
Χρησιμοποιούμε διάφορα μέτρα για να αξιολογήσουμε την απόδοση των υπαλλήλων.
3