1. Λέξη
    μέτρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μέτρηση - μέτριος - μέτρημα - μέτατρον)
  2. Συνώνυμα
    • κριτήριο
    • κανόνας
    • πρότυπο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αταξία
    • ανομία
    • ακαταστασία
    3
  4. Ορισμός
    • Μονάδα μέτρησης.
    • Κανόνας ή πρότυπο που καθορίζει τη συμπεριφορά ή τη λειτουργία.
    • Συστατικό ή στοιχείο που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση ή τη σύγκριση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το μέτρο του μήκους είναι το μέτρο.
    • Η ευθύνη είναι ένα σημαντικό μέτρο της ηθικής συμπεριφοράς.
    • Χρησιμοποιούμε διάφορα μέτρα για να αξιολογήσουμε την απόδοση των υπαλλήλων.
    3