Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαφία
-
μανία
-
μαρία
)
Συνώνυμα
μαμμή
γιαγιά
νοσοκόμα
3
Αντώνυμα
παιδί
νεογέννητο
2
Ορισμός
Γυναίκα που βοηθά στη γέννηση και στη φροντίδα των νεογνών.
Γυναίκα που φροντίζει και μεγαλώνει τα παιδιά άλλων.
2
Παραδείγματα
Η μαία βοήθησε τη μητέρα κατά τη γέννα.
Η μαία φρόντιζε τα παιδιά όταν οι γονείς ήταν στη δουλειά.
2