1. Λέξη
    μανία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μανίκι - μανίλα - μαία - ανία - γερμανία - ρουμανία - βιρμανία)
  2. Συνώνυμα
    • έξαψη
    • παραφορά
    • οργή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • ψυχραιμία
    • γαλήνη
    3
  4. Ορισμός
    • Μια έντονη και συχνά ανεξέλεγκτη συναισθηματική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενθουσιασμό, οργή ή άλλες έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις.
    • Μια ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και παράλογη ενθουσιασμό ή εμμονή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μανία του για τα ταξίδια τον οδήγησε να επισκεφθεί πάνω από 50 χώρες σε λιγότερο από δύο χρόνια.
    • Η μανία της για την καθαριότητα ήταν τόσο έντονη που καθάριζε το σπίτι της πολλές φορές την ημέρα.
    2