Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγείρισσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαγείρεμα
-
μαγεία
)
Συνώνυμα
μάγειρας (male form)
μαγειράκος (diminutive)
μαγειρού (colloquial)
3
Αντώνυμα
αμαγείρευτος (someone who doesn't cook)
εστιάτορας (restaurateur)
2
Ορισμός
Γυναίκα που ετοιμάζει φαγητά, είτε επαγγελματικά είτε στο σπίτι.
Επαγγελματίας γυναίκα που εργάζεται σε κουζίνα εστιατορίου ή άλλου καταλύματος.
2
Παραδείγματα
Η μαγείρισσα ετοίμασε ένα νόστιμο γεύμα για τους επισκέπτες.
Στο εστιατόριο δουλεύει μια ταλαντούχα μαγείρισσα.
2