1. Λέξη
    μαγείρισσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαγείρεμα - μαγεία)
  2. Συνώνυμα
    • μάγειρας (male form)
    • μαγειράκος (diminutive)
    • μαγειρού (colloquial)
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμαγείρευτος (someone who doesn't cook)
    • εστιάτορας (restaurateur)
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που ετοιμάζει φαγητά, είτε επαγγελματικά είτε στο σπίτι.
    • Επαγγελματίας γυναίκα που εργάζεται σε κουζίνα εστιατορίου ή άλλου καταλύματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μαγείρισσα ετοίμασε ένα νόστιμο γεύμα για τους επισκέπτες.
    • Στο εστιατόριο δουλεύει μια ταλαντούχα μαγείρισσα.
    2