Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαγείρεμα
-
μαγεύω
-
μαγείρισσα
)
Συνώνυμα
γοητεία
μαγικό
θαυματουργία
3
Αντώνυμα
απλότητα
φυσικότητα
καθημερινότητα
3
Ορισμός
Η τέχνη ή η πρακτική της χρήσης υπερφυσικών δυνάμεων για να επιτευχθεί κάτι.
Η ικανότητα να προκαλείς θαυμασμό ή απόλυτη γοητεία.
2
Παραδείγματα
Η μάγισσα χρησιμοποίησε μαγεία για να μεταμορφώσει τον βάτραχο σε πρίγκιπα.
Η μαγεία του ηλιοβασιλέματος μας άφησε άφωνους.
2