1. Λέξη
    μαγεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαγείρεμα - μαγεύω - μαγείρισσα)
  2. Συνώνυμα
    • γοητεία
    • μαγικό
    • θαυματουργία
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλότητα
    • φυσικότητα
    • καθημερινότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η τέχνη ή η πρακτική της χρήσης υπερφυσικών δυνάμεων για να επιτευχθεί κάτι.
    • Η ικανότητα να προκαλείς θαυμασμό ή απόλυτη γοητεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μάγισσα χρησιμοποίησε μαγεία για να μεταμορφώσει τον βάτραχο σε πρίγκιπα.
    • Η μαγεία του ηλιοβασιλέματος μας άφησε άφωνους.
    2