Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγιό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαγικός
)
Συνώνυμα
μπανιέρα
κοστουμάκι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Είδος ρούχου που φοριέται για κολύμπι ή ηλιοθεραπεία.
Μεμβράνη που χρησιμοποιείται σε ορισμένες βιομηχανικές διεργασίες.
2
Παραδείγματα
Το καλοκαίρι πήρα ένα νέο μαγιό για τις διακοπές μου.
Το μαγιό της ήταν πολύχρωμο και της πήγαινε πολύ.
2