1. Λέξη
    μαγιό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαγικός)
  2. Συνώνυμα
    • μπανιέρα
    • κοστουμάκι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Είδος ρούχου που φοριέται για κολύμπι ή ηλιοθεραπεία.
    • Μεμβράνη που χρησιμοποιείται σε ορισμένες βιομηχανικές διεργασίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καλοκαίρι πήρα ένα νέο μαγιό για τις διακοπές μου.
    • Το μαγιό της ήταν πολύχρωμο και της πήγαινε πολύ.
    2