1. Λέξη
    μαζέψω (ρήμα) - (παρόμοια: μαζέψουμε - μαγέψω - μαντέψω)
  2. Συνώνυμα
    • συλλέγω
    • μαζεύω
    • συγκεντρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπίζω
    • ξεσκέπαζω
    2
  4. Ορισμός
    • Συλλέγω ή μαζεύω κάτι, συνήθως από διάφορα μέρη.
    • Συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μαζέψαμε όλα τα παιδιά για να πάμε στο πάρκο.
    • Πρέπει να μαζέψουμε τα χρήματα για την εκδρομή.
    2