Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαγειρέψω
-
μαζέψω
-
μαντέψω
)
Συνώνυμα
μαγειρεύω
ετοιμάζω φαγητό
κουζινεύω
3
Αντώνυμα
τρώω
καταναλώνω
2
Ορισμός
Ετοιμάζω φαγητό με θερμική επεξεργασία.
Μετατρέπω πρώτες ύλες σε έτοιμο φαγητό.
2
Παραδείγματα
Αύριο θα μαγέψω μουσακά για το γεύμα.
Η γιαγιά μου αγαπάει να μαγεύει παραδοσιακά πιάτα.
2