Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαζευτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
μαζεύω
)
Συνώνυμα
συγκεντρώνομαι
μαζεύομαι
συλλέγομαι
3
Αντώνυμα
διασκορπίζομαι
ξεσκέπαζω
2
Ορισμός
Συγκεντρώνομαι σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Συλλέγομαι μαζί με άλλους.
2
Παραδείγματα
Οι φίλοι μαζεύτηκαν στο πάρκο για να γιορτάσουν.
Τα πουλιά μαζεύτηκαν γύρω από το νερό.
2