Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαζεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαζεύουμε
-
μαζεύομαι
-
συμμαζεύω
-
χαζεύω
-
μαγεύω
-
μαζεύονται
-
μαζευτώ
-
μαντεύω
)
Συνώνυμα
συλλέγω
μαζεύω
συγκεντρώνω
3
Αντώνυμα
διασκορπίζω
ξεσκονίζω
2
Ορισμός
Συλλέγω ή φέρνω μαζί διάφορα πράγματα ή ανθρώπους.
Συγκεντρώνω κάτι που είναι διάσπαρτο ή χωρίς τάξη.
2
Παραδείγματα
Μαζεύω τα φρούτα από το δέντρο.
Μαζεύουμε τα παιδιά για να πάμε στο πάρκο.
2