Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαζικά (επίθετο) - (παρόμοια:
μαζικός
)
Συνώνυμα
ογκώδης
μεγάλος
ευμεγέθης
3
Αντώνυμα
μικρός
λεπτός
αραιός
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη μάζα ή όγκο
που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πυκνότητα ή συμπαγή δομή
που σχετίζεται με μεγάλες ποσότητες ή κλίμακες
3
Παραδείγματα
Το βουνό είχε μια μαζική παρουσία στο τοπίο.
Η μαζική συγκέντρωση κόσμου έδειχνε τη δημοφιλία του γεγονότος.
Η εταιρεία αντιμετώπισε μαζική παραγωγή για να καλύψει τη ζήτηση.
3