1. Λέξη
    μαζικά (επίθετο) - (παρόμοια: μαζικός)
  2. Συνώνυμα
    • ογκώδης
    • μεγάλος
    • ευμεγέθης
    3
  3. Αντώνυμα
    • μικρός
    • λεπτός
    • αραιός
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη μάζα ή όγκο
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πυκνότητα ή συμπαγή δομή
    • που σχετίζεται με μεγάλες ποσότητες ή κλίμακες
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το βουνό είχε μια μαζική παρουσία στο τοπίο.
    • Η μαζική συγκέντρωση κόσμου έδειχνε τη δημοφιλία του γεγονότος.
    • Η εταιρεία αντιμετώπισε μαζική παραγωγή για να καλύψει τη ζήτηση.
    3