Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαζικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μαζικά
-
μαγικός
-
μαχητικός
-
μαγνητικός
-
μαγευτικός
)
Συνώνυμα
ομαδικός
συλλογικός
κοινός
3
Αντώνυμα
ατομικός
αυτόνομος
μεμονωμένος
3
Ορισμός
που αναφέρεται ή ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων
που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων
που αφορά το σύνολο ή την πλειοψηφία
3
Παραδείγματα
Η μαζική συμμετοχή στην πορεία έδειξε την αγανάκτηση του λαού.
Μια μαζική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο κέντρο της πόλης.
Η μαζική παραγωγή έχει οδηγήσει σε μείωση του κόστους.
3