1. Λέξη
    μαζικός (επίθετο) - (παρόμοια: μαζικά - μαγικός - μαχητικός - μαγνητικός - μαγευτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ομαδικός
    • συλλογικός
    • κοινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατομικός
    • αυτόνομος
    • μεμονωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που αναφέρεται ή ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων
    • που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων
    • που αφορά το σύνολο ή την πλειοψηφία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μαζική συμμετοχή στην πορεία έδειξε την αγανάκτηση του λαού.
    • Μια μαζική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο κέντρο της πόλης.
    • Η μαζική παραγωγή έχει οδηγήσει σε μείωση του κόστους.
    3