Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαθήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμμαθήτρια
)
Συνώνυμα
φοιτήτρια
σπουδάστρια
μαθητής (male)
3
Αντώνυμα
δάσκαλος
καθηγητής
εκπαιδευτικός
3
Ορισμός
Μία γυναίκα που παρακολουθεί μαθήματα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Μία γυναίκα που μαθαίνει κάτι υπό την καθοδήγηση ενός δασκάλου ή καθηγητή.
2
Παραδείγματα
Η μαθήτρια διάβαζε προσεκτικά για τις εξετάσεις.
Η νέα μαθήτρια προσαρμόστηκε γρήγορα στο σχολείο.
2