Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμαθήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαθήτρια
-
συμμαθητής
)
Συνώνυμα
συμφοιτήτρια
συμφοιτήτρα
συμμαθήτρα
3
Αντώνυμα
δάσκαλος
καθηγητής
2
Ορισμός
Μία γυναίκα που σπουδάζει ή μαθαίνει μαζί με άλλους στο ίδιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή τμήμα.
Μία γυναίκα που παρακολουθεί μαθήματα ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες μαζί με άλλους.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία είναι η συμμαθήτριά μου στο πανεπιστήμιο.
Η συμμαθήτριά μου με βοήθησε να καταλάβω την άσκηση.
2