Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαθηματικό (επίθετο) - (παρόμοια:
μαθηματικός
-
μαθηματικά
-
συνθηματικό
)
Συνώνυμα
αριθμητικό
λογικό
ακριβές
3
Αντώνυμα
αντιμαθηματικό
ανακριβές
αόριστο
3
Ορισμός
Σχετικός με τα μαθηματικά ή βασισμένος σε αυτά.
Χαρακτηριστικός της ακρίβειας και της λογικής των μαθηματικών.
2
Παραδείγματα
Το μαθηματικό πρόβλημα ήταν πολύπλοκο αλλά ενδιαφέρον.
Η μαθηματική απόδειξη ήταν άψογη.
2