Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνθηματικό (επίθετο) - (παρόμοια:
συναισθηματικός
-
συνθετικό
-
μαθηματικό
-
συστηματικός
-
συστατικό
-
συνταγματικός
-
συνθετικός
-
σχηματικός
)
Συνώνυμα
συμβατικός
συμφωνημένος
συμβολικός
3
Αντώνυμα
ασυνήθιστος
απρόβλεπτος
ασύμβατος
3
Ορισμός
που βασίζεται σε συμφωνία ή συνθήκη
που ακολουθεί συγκεκριμένες συμβάσεις ή κανόνες
που έχει συμβολική σημασία
3
Παραδείγματα
Το συνθηματικό σήμα ήταν η άνοδος της σημαίας.
Χρησιμοποιούσαν ένα συνθηματικό κώδικα για να επικοινωνούν.
Η συνθηματική γλώσσα τους έκανε δύσκολη την κατανόηση από εξωτερικούς.
3