Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαθητευόμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προστατευόμενος
)
Συνώνυμα
μαθητής
αποκριτικός
σπουδαστής
3
Αντώνυμα
δάσκαλος
καθηγητής
διδάσκαλος
3
Ορισμός
Αυτός που μαθαίνει κάτω από την καθοδήγηση ενός δασκάλου ή μέντορα.
Ατομο που ακολουθεί τις διδασκαλίες ή τις αρχές κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο νεαρός μαθητευόμενος παρακολουθούσε προσεκτικά τον δάσκαλο του.
Οι μαθητευόμενοι στην εταιρεία λαμβάνουν εκπαίδευση για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους.
2