1. Λέξη
    μαθητευόμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προστατευόμενος)
  2. Συνώνυμα
    • μαθητής
    • αποκριτικός
    • σπουδαστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • δάσκαλος
    • καθηγητής
    • διδάσκαλος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που μαθαίνει κάτω από την καθοδήγηση ενός δασκάλου ή μέντορα.
    • Ατομο που ακολουθεί τις διδασκαλίες ή τις αρχές κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο νεαρός μαθητευόμενος παρακολουθούσε προσεκτικά τον δάσκαλο του.
    • Οι μαθητευόμενοι στην εταιρεία λαμβάνουν εκπαίδευση για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους.
    2