Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προστατευόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
προστατευμένος
-
προστατεύω
-
προστατευτικός
-
προστατεύει
-
προστατεύσω
-
προστατεύομαι
-
μαθητευόμενος
)
Συνώνυμα
προστατευτικός
προστατευόμενος
προστατευτικός
3
Αντώνυμα
απροστάτευτος
απροστάτευτος
2
Ορισμός
Αυτός που προστατεύεται ή βρίσκεται υπό προστασία.
Αυτός που έχει κάποιον να τον προστατεύει ή να τον φροντίζει.
2
Παραδείγματα
Ο μικρός ήταν προστατευόμενος του παππού του.
Τα προστατευόμενα είδη της πανίδας χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας.
2