1. Συνώνυμα
    • προστατευτικός
    • προστατευόμενος
    • προστατευτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροστάτευτος
    • απροστάτευτος
    2
  3. Ορισμός
    • Αυτός που προστατεύεται ή βρίσκεται υπό προστασία.
    • Αυτός που έχει κάποιον να τον προστατεύει ή να τον φροντίζει.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο μικρός ήταν προστατευόμενος του παππού του.
    • Τα προστατευόμενα είδη της πανίδας χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας.
    2