1. Λέξη
    μακρόχρονος (επίθετο) - (παρόμοια: μακρός)
  2. Συνώνυμα
    • διαρκής
    • μακροβίος
    • χρονιόφερτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • βραχύβιος
    • προσωρινός
    • φευγαλέος
    3
  4. Ορισμός
    • που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια ζωής
    • που εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μακρόχρονη φιλία τους άντεξε τις δυσκολίες.
    • Μια μακρόχρονη έρευνα απαιτεί υπομονή και συνέπεια.
    • Οι μακρόχρονες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι ανησυχητικές.
    3