Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μακρόχρονος (επίθετο) - (παρόμοια:
μακρός
)
Συνώνυμα
διαρκής
μακροβίος
χρονιόφερτος
3
Αντώνυμα
βραχύβιος
προσωρινός
φευγαλέος
3
Ορισμός
που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια ζωής
που εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα
3
Παραδείγματα
Η μακρόχρονη φιλία τους άντεξε τις δυσκολίες.
Μια μακρόχρονη έρευνα απαιτεί υπομονή και συνέπεια.
Οι μακρόχρονες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι ανησυχητικές.
3