1. Λέξη
    μακρός (επίθετο) - (παρόμοια: μακρινός - μακρά - μακριά - μικρός - μακρύς - λακρός - μακρόχρονος)
  2. Συνώνυμα
    • εκτεταμένος
    • διαρκής
    • μεγάλος
    • ατελείωτος
    4
  3. Αντώνυμα
    • μικρός
    • σύντομος
    • κοντός
    • πεπερασμένος
    4
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλο μήκος σε χώρο ή χρόνο
    • που διαρκεί για πολύ καιρό
    • που απέχει πολύ από κάποιο σημείο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν πολύ μακρός και κουραστικός.
    • Η συζήτηση κράτησε μακρές ώρες.
    • Ο μακρός χειμώνας έφερε πολλές δυσκολίες.
    3