Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μακρός (επίθετο) - (παρόμοια:
μακρινός
-
μακρά
-
μακριά
-
μικρός
-
μακρύς
-
λακρός
-
μακρόχρονος
)
Συνώνυμα
εκτεταμένος
διαρκής
μεγάλος
ατελείωτος
4
Αντώνυμα
μικρός
σύντομος
κοντός
πεπερασμένος
4
Ορισμός
που έχει μεγάλο μήκος σε χώρο ή χρόνο
που διαρκεί για πολύ καιρό
που απέχει πολύ από κάποιο σημείο
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρός και κουραστικός.
Η συζήτηση κράτησε μακρές ώρες.
Ο μακρός χειμώνας έφερε πολλές δυσκολίες.
3