Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μανίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μανία
-
μανίλα
)
Συνώνυμα
μπράτσο
χέρι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το τμήμα ενός ρούχου που καλύπτει το χέρι.
Το τμήμα μιας συσκευής ή μηχανής που μοιάζει ή λειτουργεί σαν μανίκι.
2
Παραδείγματα
Το μανίκι του πουκαμίσου του ήταν πολύ στενό.
Το μανίκι της αντλίας ήταν σπασμένο.
2