1. Λέξη
    μανιακή (επίθετο) - (παρόμοια: μανιακός)
  2. Συνώνυμα
    • παραφορημένη
    • υπερβολική
    • έντονη
    • μεμηνιαία
    4
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμη
    • μετρημένη
    • συνεσταλμένη
    • σταθερή
    4
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ένταση ή παρορμητικότητα
    • που σχετίζεται με τη μανία ή εκδηλώνει συμπτώματα μανίας
    • που είναι πολύ έντονος ή υπερβολικός
    3
  5. Παραδείγματα
    • Είχε μανιακή εμμονή με την καθαριότητα.
    • Η μανιακή του διάθεση τον έκανε να δρα χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες.
    • Έδειξε μανιακή προσήλωση στη δουλειά του.
    3