Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μανιακή (επίθετο) - (παρόμοια:
μανιακός
)
Συνώνυμα
παραφορημένη
υπερβολική
έντονη
μεμηνιαία
4
Αντώνυμα
ήρεμη
μετρημένη
συνεσταλμένη
σταθερή
4
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ένταση ή παρορμητικότητα
που σχετίζεται με τη μανία ή εκδηλώνει συμπτώματα μανίας
που είναι πολύ έντονος ή υπερβολικός
3
Παραδείγματα
Είχε μανιακή εμμονή με την καθαριότητα.
Η μανιακή του διάθεση τον έκανε να δρα χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες.
Έδειξε μανιακή προσήλωση στη δουλειά του.
3