1. Λέξη
    μανιακός (επίθετο) - (παρόμοια: μανιακή - μαλακός - μαλθακός - μοριακός)
  2. Συνώνυμα
    • παραφορικός
    • ενθουσιώδης
    • μανιώδης
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • σταθερός
    • λογικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από μανία ή υπερβολικό πάθος.
    • Που δείχνει έντονη εμμονή ή παράλογο ενθουσιασμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είχε μανιακή εμμονή με την τάξη και τη συμμετρία.
    • Ο μανιακός του ενθουσιασμός για τη μουσική τον οδηγούσε να ακούει δίσκους για ώρες.
    2