Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μανιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
μανιακή
-
μαλακός
-
μαλθακός
-
μοριακός
)
Συνώνυμα
παραφορικός
ενθουσιώδης
μανιώδης
3
Αντώνυμα
ήρεμος
σταθερός
λογικός
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από μανία ή υπερβολικό πάθος.
Που δείχνει έντονη εμμονή ή παράλογο ενθουσιασμό.
2
Παραδείγματα
Είχε μανιακή εμμονή με την τάξη και τη συμμετρία.
Ο μανιακός του ενθουσιασμός για τη μουσική τον οδηγούσε να ακούει δίσκους για ώρες.
2