Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μανιτάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μανάρι
-
μαργαριτάρι
)
Συνώνυμα
μύκητας
αγαρικό
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Φυτό χωρίς χλωροφύλλη που αναπτύσσεται σε υγρά και σκιερά μέρη, συχνά χρησιμοποιείται ως τροφή.
Οργανισμός που ανήκει στο βασίλειο των μυκήτων, συχνά με σποροφόρο σώμα σε σχήμα ομπρέλας.
2
Παραδείγματα
Το μανιτάρι είναι δημοφιλές συστατικό σε πολλές συνταγές.
Συλλέξαμε μανιτάρια από το δάσος για να τα μαγειρέψουμε.
2