Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μανάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μανιτάρι
-
φανάρι
-
μακάρι
)
Συνώνυμα
κρεβάτι
κλίνη
παρεκκλήσι
3
Αντώνυμα
ξύπνημα
αγρυπνία
2
Ορισμός
Έπιπλο που χρησιμοποιείται για ύπνο ή ανάπαυση.
Μικρή εκκλησία ή παρεκκλήσι, συνήθως αφιερωμένη σε κάποιον άγιο.
2
Παραδείγματα
Το μανάρι στο δωμάτιό μου είναι πολύ άνετο.
Επισκέφτηκαν το μανάρι της Παναγίας στην κορυφή του βουνού.
2