1. Λέξη
    μανού (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μανούλι - μανούβρα - μαντού)
  2. Συνώνυμα
    • μάννα
    • μαμά
    • μητέρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • πατέρας
    • μπαμπάς
    2
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που έχει γεννήσει ένα παιδί και φροντίζει για αυτό.
    • Σε ευρύτερη έννοια, γυναίκα που φροντίζει και αναθρέφει κάποιον σαν να ήταν το δικό της παιδί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα μου είναι η καλύτερη φίλη μου.
    • Η μητέρα του έδωσε πολλή αγάπη και φροντίδα.
    2