Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μανού (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μανούλι
-
μανούβρα
-
μαντού
)
Συνώνυμα
μάννα
μαμά
μητέρα
3
Αντώνυμα
πατέρας
μπαμπάς
2
Ορισμός
Η γυναίκα που έχει γεννήσει ένα παιδί και φροντίζει για αυτό.
Σε ευρύτερη έννοια, γυναίκα που φροντίζει και αναθρέφει κάποιον σαν να ήταν το δικό της παιδί.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα μου είναι η καλύτερη φίλη μου.
Η μητέρα του έδωσε πολλή αγάπη και φροντίδα.
2