Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαρκάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρκάρω
-
μαρκ
-
μαρκές
)
Συνώνυμα
σημαδεύω
προσέχω
παρακολουθώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Παρακολουθώ ή προσέχω κάποιον ή κάτι με προσοχή.
Καταγράφω ή σημειώνω κάτι για μελλοντική χρήση ή αναφορά.
2
Παραδείγματα
Μαρκάρω τον αντίπαλο μου στο ποδόσφαιρο για να μην σκοράρει.
Μαρκάρω τις ημερομηνίες των εξετάσεων στο ημερολόγιο μου.
2