1. Λέξη
    μαρκάρω (ρήμα) - (παρόμοια: παρκάρω - μαρκ - μαρκές)
  2. Συνώνυμα
    • σημαδεύω
    • προσέχω
    • παρακολουθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Παρακολουθώ ή προσέχω κάποιον ή κάτι με προσοχή.
    • Καταγράφω ή σημειώνω κάτι για μελλοντική χρήση ή αναφορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μαρκάρω τον αντίπαλο μου στο ποδόσφαιρο για να μην σκοράρει.
    • Μαρκάρω τις ημερομηνίες των εξετάσεων στο ημερολόγιο μου.
    2