1. Λέξη
    παρκάρω (ρήμα) - (παρόμοια: παρκάρισμα - μαρκάρω - παρκέ - πασάρω)
  2. Συνώνυμα
    • σταθμεύω
    • ακινητοποιώ
    2
  3. Αντώνυμα
    • ξεπαγώνω
    • αφήνω
    2
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ ένα όχημα σε συγκεκριμένο σημείο για ορισμένο χρονικό διάστημα.
    • Καθιστώ ένα όχημα ακίνητο σε επιτρεπόμενη θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να παρκάρω το αυτοκίνητο πριν πάμε για καφέ.
    • Δεν μπορώ να βρω πού να παρκάρω στην κεντρική πλατεία.
    2