Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρκάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρκάρισμα
-
μαρκάρω
-
παρκέ
-
πασάρω
)
Συνώνυμα
σταθμεύω
ακινητοποιώ
2
Αντώνυμα
ξεπαγώνω
αφήνω
2
Ορισμός
Τοποθετώ ένα όχημα σε συγκεκριμένο σημείο για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Καθιστώ ένα όχημα ακίνητο σε επιτρεπόμενη θέση.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να παρκάρω το αυτοκίνητο πριν πάμε για καφέ.
Δεν μπορώ να βρω πού να παρκάρω στην κεντρική πλατεία.
2