1. Λέξη
    μαρούλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μανούλι - μικρούλι)
  2. Συνώνυμα
    • λαχανικό
    • σαλάτα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Είδος λαχανικού με πράσινα φύλλα, που χρησιμοποιείται συχνά σε σαλάτες.
    • Το φυτό Lactuca sativa, το οποίο καλλιεργείται για τα βρώσιμα φύλλα του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μαρούλι είναι η βασική συστατική σε μια ελληνική χωριάτικη σαλάτα.
    • Έκοψα ένα μαρούλι για να φτιάξω σαλάτα για το μεσημεριανό.
    2