Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαρούλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μανούλι
-
μικρούλι
)
Συνώνυμα
λαχανικό
σαλάτα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Είδος λαχανικού με πράσινα φύλλα, που χρησιμοποιείται συχνά σε σαλάτες.
Το φυτό Lactuca sativa, το οποίο καλλιεργείται για τα βρώσιμα φύλλα του.
2
Παραδείγματα
Το μαρούλι είναι η βασική συστατική σε μια ελληνική χωριάτικη σαλάτα.
Έκοψα ένα μαρούλι για να φτιάξω σαλάτα για το μεσημεριανό.
2