Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικρούλι (επίθετο) - (παρόμοια:
μικρού
-
μικρούλης
-
μαρούλι
-
μικρό
-
μικρή
-
μικροφίλμ
-
μικροτσίπ
-
μικροκύμα
)
Συνώνυμα
μικροσκοπικός
μικρούτσικος
μικροκαμωμένος
3
Αντώνυμα
μεγάλος
τεράστιος
γιγαντιαίος
3
Ορισμός
Πολύ μικρός σε μέγεθος ή αξία.
Αυτός που έχει ελάχιστη σημασία ή αξία.
2
Παραδείγματα
Ένα μικρούλι σπίτι στην εξοχή.
Μια μικρούλι στιγμή χαράς.
2