Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαρτυρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
μαρτυρία
-
μαρτυρήσω
-
μαρτέλ
)
Συνώνυμα
δηλώνω
βεβαιώνω
επιβεβαιώνω
αποδεικνύω
4
Αντώνυμα
αρνούμαι
διαψεύδω
αμφισβητώ
3
Ορισμός
Δηλώνω κάτι ως αληθινό ή σωστό, συχνά με επίσημο τρόπο.
Παρουσιάζω στοιχεία ή μαρτυρίες που υποστηρίζουν μια θέση ή μια άποψη.
Επιβεβαιώνω την αλήθεια μιας δήλωσης ή ενός γεγονότος.
3
Παραδείγματα
Ο μάρτυρας θα μαρτυρήσει στο δικαστήριο για όσα είδε.
Μπορείς να μαρτυρήσεις ότι ήσουν εκεί εκείνη τη στιγμή;
Οι αποδείξεις μαρτυρούν την αθωότητά του.
3