1. Λέξη
    μαρτυρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαρτυρώ - διαμαρτυρία - μαρία - μαρτυρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • απόδειξη
    • βεβαίωση
    • επιβεβαίωση
    • κατάθεση
    4
  3. Αντώνυμα
    • άρνηση
    • αναίρεση
    • διαψεύδω
    3
  4. Ορισμός
    • Η δήλωση ή η πράξη που επιβεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι.
    • Η κατάθεση ενός μάρτυρα σε δίκη ή ανακριτική διαδικασία.
    • Η ενέργεια του να μαρτυρά κανείς για κάτι που έχει δει ή γνωρίζει.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μαρτυρία του μάρτυρα ήταν καθοριστική για την απόφαση του δικαστηρίου.
    • Έδωσε μαρτυρία για τα γεγονότα που είδε εκείνη τη νύχτα.
    • Η μαρτυρία του για την αθωότητα του φίλου του ήταν ειλικρινής.
    3