1. Λέξη
    μασκοφόρος (επίθετο) - (παρόμοια: μισθοφόρος)
  2. Συνώνυμα
    • προστατευτικός
    • σκεπαστικός
    • καλυπτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροστάτευτος
    • ακάλυπτος
    • ασκεπής
    3
  4. Ορισμός
    • που φέρει μάσκα ή χρησιμοποιείται για την κάλυψη του προσώπου
    • που σχετίζεται με τη χρήση μάσκας
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μασκοφόρος ιππότης έκρυβε την ταυτότητά του.
    • Η μασκοφόρος παράσταση ήταν εντυπωσιακή.
    2