Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μασκοφόρος (επίθετο) - (παρόμοια:
μισθοφόρος
)
Συνώνυμα
προστατευτικός
σκεπαστικός
καλυπτικός
3
Αντώνυμα
απροστάτευτος
ακάλυπτος
ασκεπής
3
Ορισμός
που φέρει μάσκα ή χρησιμοποιείται για την κάλυψη του προσώπου
που σχετίζεται με τη χρήση μάσκας
2
Παραδείγματα
Ο μασκοφόρος ιππότης έκρυβε την ταυτότητά του.
Η μασκοφόρος παράσταση ήταν εντυπωσιακή.
2