Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μισθοφόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αχθοφόρος
-
μασκοφόρος
)
Συνώνυμα
στρατιώτης
πολεμιστής
επιμελητής
φρουρός
4
Αντώνυμα
εθελοντής
ιδεαλιστής
2
Ορισμός
Πρόσωπο που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε στρατιωτικές ή άλλες επιχειρήσεις με αντάλλαγμα χρήματα.
Πρόσωπο που ενεργεί αποκλειστικά για οικονομικό όφελος, χωρίς ιδεαλιστικά κίνητρα.
2
Παραδείγματα
Οι μισθοφόροι πολέμησαν σε πολλές σύγκρουσεις σε όλο τον κόσμο.
Έδρασε σαν μισθοφόρος, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ηθική πλευρά της υπόθεσης.
2