1. Λέξη
    μισθοφόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αχθοφόρος - μασκοφόρος)
  2. Συνώνυμα
    • στρατιώτης
    • πολεμιστής
    • επιμελητής
    • φρουρός
    4
  3. Αντώνυμα
    • εθελοντής
    • ιδεαλιστής
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε στρατιωτικές ή άλλες επιχειρήσεις με αντάλλαγμα χρήματα.
    • Πρόσωπο που ενεργεί αποκλειστικά για οικονομικό όφελος, χωρίς ιδεαλιστικά κίνητρα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι μισθοφόροι πολέμησαν σε πολλές σύγκρουσεις σε όλο τον κόσμο.
    • Έδρασε σαν μισθοφόρος, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ηθική πλευρά της υπόθεσης.
    2