1. Λέξη
    μαστιγώνω (ρήμα) - (παρόμοια: μαστουρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • δέρνω
    • χτυπώ
    • πλήττω
    • μαστίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • θεραπεύω
    • γιατρεύω
    • βοηθώ
    • εξευμενίζω
    4
  4. Ορισμός
    • να χτυπάω κάποιον ή κάτι με μαστίγιο ή άλλο εργαλείο για να προκαλέσω πόνο ή τιμωρία
    • να προκαλώ μεγάλη οδύνη ή ταλαιπωρία σε κάποιον ή κάτι
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος μαστίγωσε τον μαθητή που δεν είχε μάθει το μάθημα.
    • Η χώρα μαστιγώνεται από την οικονομική κρίση.
    2