Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαστιγώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαστουρώνω
)
Συνώνυμα
δέρνω
χτυπώ
πλήττω
μαστίζω
4
Αντώνυμα
θεραπεύω
γιατρεύω
βοηθώ
εξευμενίζω
4
Ορισμός
να χτυπάω κάποιον ή κάτι με μαστίγιο ή άλλο εργαλείο για να προκαλέσω πόνο ή τιμωρία
να προκαλώ μεγάλη οδύνη ή ταλαιπωρία σε κάποιον ή κάτι
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος μαστίγωσε τον μαθητή που δεν είχε μάθει το μάθημα.
Η χώρα μαστιγώνεται από την οικονομική κρίση.
2