Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαστουρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαστιγώνω
-
μαστουρωμένος
)
Συνώνυμα
καθαρίζω
σφουγγαρίζω
πλένω
3
Αντώνυμα
λεκιάζω
μολύνω
βρομίζω
3
Ορισμός
Καθαρίζω κάτι με νερό και σαπούνι ή άλλο καθαριστικό.
Αφαιρώ τις βρωμιές ή τις κηλίδες από μια επιφάνεια.
2
Παραδείγματα
Χθες μαστούρωσα όλο το πάτωμα του σαλονιού.
Πρέπει να μαστουρώσεις τα ρούχα πριν τα φορέσεις.
2