1. Λέξη
    ματάκιας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ματάκι)
  2. Συνώνυμα
    • κακός
    • κακοποιός
    • αλήτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλός
    • άγγελος
    • άριστος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που κάνει κακές πράξεις ή είναι απειλητικός.
    • Ανθρώπινο όν που συμπεριφέρεται με τρόπο που προκαλεί φόβο ή δυσαρέσκεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μάτακιας έκλεψε το πορτοφόλι της γιαγιάς.
    • Μην ακούς αυτόν τον μάτακια, θέλει μόνο να σε μπλέξει σε μπελάδες.
    2