Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματάκιας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ματάκι
)
Συνώνυμα
κακός
κακοποιός
αλήτης
3
Αντώνυμα
καλός
άγγελος
άριστος
3
Ορισμός
Αυτός που κάνει κακές πράξεις ή είναι απειλητικός.
Ανθρώπινο όν που συμπεριφέρεται με τρόπο που προκαλεί φόβο ή δυσαρέσκεια.
2
Παραδείγματα
Ο μάτακιας έκλεψε το πορτοφόλι της γιαγιάς.
Μην ακούς αυτόν τον μάτακια, θέλει μόνο να σε μπλέξει σε μπελάδες.
2