Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ματάκιας
-
κομματάκι
-
γατάκι
-
πηδηματάκι
-
πραγματάκι
-
πλασματάκι
-
ματ
-
πιατάκι
)
Συνώνυμα
κλωστή
νήμα
κλωστός
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό κομμάτι κλωστής ή νήματος.
Συνηθισμένη έκφραση για κάτι πολύ λεπτό ή ασήμαντο.
2
Παραδείγματα
Έχασα ένα ματάκι από το πουλόβερ μου.
Δεν αξίζει ούτε ένα ματάκι για τόση φασαρία.
2