1. Λέξη
    ματάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ματάκιας - κομματάκι - γατάκι - πηδηματάκι - πραγματάκι - πλασματάκι - ματ - πιατάκι)
  2. Συνώνυμα
    • κλωστή
    • νήμα
    • κλωστός
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό κομμάτι κλωστής ή νήματος.
    • Συνηθισμένη έκφραση για κάτι πολύ λεπτό ή ασήμαντο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έχασα ένα ματάκι από το πουλόβερ μου.
    • Δεν αξίζει ούτε ένα ματάκι για τόση φασαρία.
    2