1. Λέξη
    ματαιόδοξος (επίθετο) - (παρόμοια: ματαιότητα - αισιόδοξος)
  2. Συνώνυμα
    • αλαζόνας
    • υπερήφανος
    • μεγαλόστομος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινός
    • μετριόφρων
    • σεμνός
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει υπερβολική και αβάσιμη άποψη για τις δικές του ικανότητες ή αξίες.
    • Αυτός που επιδεικνύει μεγαλοστομία και αλαζονεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ματαιόδοξος άνδρας πίστευε ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε χωρίς βοήθεια.
    • Η ματαιόδοξη συμπεριφορά του τον έκανε αντιπαθή στους συναδέλφους του.
    2