Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματαιόδοξος (επίθετο) - (παρόμοια:
ματαιότητα
-
αισιόδοξος
)
Συνώνυμα
αλαζόνας
υπερήφανος
μεγαλόστομος
3
Αντώνυμα
ταπεινός
μετριόφρων
σεμνός
3
Ορισμός
Αυτός που έχει υπερβολική και αβάσιμη άποψη για τις δικές του ικανότητες ή αξίες.
Αυτός που επιδεικνύει μεγαλοστομία και αλαζονεία.
2
Παραδείγματα
Ο ματαιόδοξος άνδρας πίστευε ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε χωρίς βοήθεια.
Η ματαιόδοξη συμπεριφορά του τον έκανε αντιπαθή στους συναδέλφους του.
2