Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματαιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιαιότητα
-
βεβαιότητα
-
μετριότητα
-
αρχαιότητα
-
αβεβαιότητα
-
ακεραιότητα
-
γενναιότητα
-
ματαιόδοξος
)
Συνώνυμα
ανοησία
κενότητα
ασήμαντο
3
Αντώνυμα
ουσιαστικότητα
σημασία
αξία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάτι άσκοπο ή χωρίς πραγματική αξία.
Η έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου ή νοήματος.
2
Παραδείγματα
Η ματαιότητα των υλικών αγαθών τον έκανε να αναζητήσει πνευματικές αξίες.
Συζητούσαν για ώρες, αλλά στο τέλος συνειδητοποίησαν ότι ήταν όλα ματαιότητα.
2