Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ματ
-
ρεματιά
-
ματζ
-
ματς
)
Συνώνυμα
βλέμμα
κοιτάξιμο
θέαμα
3
Αντώνυμα
αγνόηση
αδιαφορία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να κοιτάζει κάποιος κάτι ή κάποιον.
Μια γρήγορη ή επιφανειακή παρατήρηση.
2
Παραδείγματα
Της έριξε μια γρήγορη ματιά πριν φύγει.
Η ματιά του ήταν γεμάτη απορία.
2