1. Λέξη
    ματιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ματ - ρεματιά - ματζ - ματς)
  2. Συνώνυμα
    • βλέμμα
    • κοιτάξιμο
    • θέαμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνόηση
    • αδιαφορία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να κοιτάζει κάποιος κάτι ή κάποιον.
    • Μια γρήγορη ή επιφανειακή παρατήρηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Της έριξε μια γρήγορη ματιά πριν φύγει.
    • Η ματιά του ήταν γεμάτη απορία.
    2