Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρεματιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ματιά
)
Συνώνυμα
καταρράκτης
νερόμπογια
πτώση νερού
3
Αντώνυμα
ξηρασία
άνυδρος τόπος
2
Ορισμός
Μια μεγάλη πτώση νερού από ψηλό σημείο, συνήθως σε ποτάμι ή ρεύμα.
Ένας φυσικός ή τεχνητός καταρράκτης.
2
Παραδείγματα
Η ρεματιά στο βουνό ήταν εντυπωσιακή μετά τις βροχές.
Οι τουρίστες συγκεντρώθηκαν γύρω από τη ρεματιά για να τη φωτογραφίσουν.
2