Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεθάω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεθάνιο
-
μεθώ
)
Συνώνυμα
ποτίζω
μεθύσκω
πίνω
3
Αντώνυμα
απέχω
νηστεύω
αποχή
3
Ορισμός
Να καταναλώνω αλκοολούχα ποτά σε μεγάλες ποσότητες.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης.
Να προκαλώ μέθη σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Ο Γιάννης μεθάει κάθε Σαββατοκύριακο.
Μην μεθάς πριν οδηγήσεις.
Το κρασί αυτό μεθάει γρήγορα.
3