1. Λέξη
    μεθάω (ρήμα) - (παρόμοια: μεθάνιο - μεθώ)
  2. Συνώνυμα
    • ποτίζω
    • μεθύσκω
    • πίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απέχω
    • νηστεύω
    • αποχή
    3
  4. Ορισμός
    • Να καταναλώνω αλκοολούχα ποτά σε μεγάλες ποσότητες.
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης.
    • Να προκαλώ μέθη σε κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης μεθάει κάθε Σαββατοκύριακο.
    • Μην μεθάς πριν οδηγήσεις.
    • Το κρασί αυτό μεθάει γρήγορα.
    3