-
Λέξη
μεθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
μεθάω)
-
3
-
2
-
Ορισμός
- Να κάνω κάποιον να χάσει την αυτοκυριαρχία του λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ.
- Να προκαλώ ζάλη ή σύγχυση σε κάποιον.
- (μεταφορικά) Να γεμίζω με έντονα συναισθήματα ή εντυπώσεις.
3
-
Παραδείγματα
- Ο κρασί μεθάει γρήγορα αν δεν τρώει κανείς.
- Ο θόρυβος του πλήθους μεθούσε το μυαλό του.
- Μεθάει από τη χαρά της νίκης.
3