1. Λέξη
    μεθώ (ρήμα) - (παρόμοια: μεθάω)
  2. Συνώνυμα
    • μεθύσκω
    • ποτίζω
    • ζαλίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεμεθώ
    • νηφάλισμα
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον να χάσει την αυτοκυριαρχία του λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ.
    • Να προκαλώ ζάλη ή σύγχυση σε κάποιον.
    • (μεταφορικά) Να γεμίζω με έντονα συναισθήματα ή εντυπώσεις.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κρασί μεθάει γρήγορα αν δεν τρώει κανείς.
    • Ο θόρυβος του πλήθους μεθούσε το μυαλό του.
    • Μεθάει από τη χαρά της νίκης.
    3