Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μειώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μετανιώσω
-
μειώνω
)
Συνώνυμα
ελαττώνω
μειώνω
εξασθενίζω
3
Αντώνυμα
αυξάνω
μεγαλώνω
ενισχύω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να γίνει μικρότερο σε ποσότητα, μέγεθος ή ένταση.
Εξασθενίζω την ένταση ή την επίδραση κάτι.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να μειώσω τις δαπάνες μου.
Ο γιατρός μου είπε να μειώσω την κατανάλωση αλατιού.
2