1. Λέξη
    μειώσω (ρήμα) - (παρόμοια: μετανιώσω - μειώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ελαττώνω
    • μειώνω
    • εξασθενίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυξάνω
    • μεγαλώνω
    • ενισχύω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να γίνει μικρότερο σε ποσότητα, μέγεθος ή ένταση.
    • Εξασθενίζω την ένταση ή την επίδραση κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να μειώσω τις δαπάνες μου.
    • Ο γιατρός μου είπε να μειώσω την κατανάλωση αλατιού.
    2